20090525

ΦΛΟΓΕΡΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

του Τέλη Μαραθόπουλου

11 Αυγούστου
Ο Κ. επεξεργαζόταν το παραμορφωμένο του είδωλο σε όσα κομμάτια
καθρέφτη είχαν απομείνει στη θέση τους μετά την κλωτσιά. Είχε χάσει
αρκετά κιλά τον τελευταίο καιρό με αποτέλεσμα ο μέχρι πρότινος
παιδικός του σωματότυπος να μεταπέσει στην κατηγορία του
ανύπαρκτου. Μέσα στο απέραντο, νοτερό υπόγειο της Αγίου Δημητρίου
που κατοικούσε, ευγενική παραχώρηση μιας μακρινής θείας, δεν υπήρχε
τίποτα άλλο πέραν ενός στρώματος, μιας βιβλιοθήκης, ενός πάγκου που
χρησίμευε ως εργαστήριο κι ενός μονίμως, για λόγους ασφάλειας,
σβηστού κεριού . Όσο περίμενε να ζεσταθεί το νερό για το καθημερινό
ξύρισμα των λιγοστών του τριχών άκουσε στο ραδιόφωνο την είδηση
που με τόση λαχτάρα περίμενε:

«Μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της
Άνω Πόλης, σημειώθηκε το προηγούμενο βράδυ. Μάχες με τις φλόγες
έδιναν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες οι πυροσβέστες. Το γεγονός ότι δε
θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι η
πλειονότητα των κατοίκων παραθερίζει την εποχή αυτή. Η αστυνομία
εικάζει πως οι δράστες…»

Το χαιρέκακο βλέμμα που απέκτησε θα νομιμοποιούσε τον οποιονδήποτε
να αμφισβητήσει την ψυχική υγειά του Κ.

«Χα.. Οι δράστες .. Μόνο και να ξέρατε ανόητα ανθρωπάρια..
Ολομόναχος τα οργάνωσα όλα κι ακόμη τίποτα δεν είδατε, πιστέψτε ό,τι
σας αραδιάζουν οι μπάτσοι. Δεν μπορούν να υποψιαστούν ακόμη τίποτα,
θα εκδικηθούμε..», ήταν το μούγκρισμα που βγήκε από το μικρό στόμα
με τα σφιγμένα δόντια. Ξαπλωμένος πλέον και με ένα σχεδόν ηδονικό
χαμόγελο, αναλογιζόταν τους χθεσινούς του εμπρησμούς όταν ένα
τηλεφώνημα διατάραξε την ανήσυχη ακολουθία των σκέψεων του.

«Γεια σου μαμά», απάντησε γλυκά.
»Ναι καλά είμαι.. Όχι όχι δε ζεσταίνομαι έχει αρκετή δροσιά, ναι ναι.
Άσε ναι κι εγώ τώρα το έμαθα... Χαμπάρι δεν πήρα διάβαζα όλη μέρα
χθες και κοιμήθηκα σχετικά νωρίς. Ναι θα προσέχω. 2 Σεπτεμβρίου
ξεκινά η εξεταστική, ναι. Άντε επιτέλους είναι η τελευταία, τον
Οκτώβριο θα ορκιστώ. Ναι πήγα το πήρα το δέμα με τα φαγητά από το
ΚΤΕΛ. Ναι.. Όχι δεν ξέρω πότε ανοίγει η λέσχη. Όχι δεν έχω τίποτα..
Ναι, κι εγώ μαμά.. Άντε άντε γεια σου..»

Η καημένη η κυρα-Μαρία είχε μια τέτοια αδυναμία στο γιο της που
έσπευδε πάντα να τον δικαιολογεί. Είχαν αναπτύξει μια σχέση
εμπιστοσύνης οι δυο τους στα πλαίσια της οποίας τα συζητούσαν όλα. Ή
έτσι νόμιζε η άμοιρη. Διότι έπειτα από οχτώ χρόνια στο χημικό του ΑΠΘ
και με περασμένα 4 μαθήματα, ο Κ. είχε αποκτήσει το, απεχθές αλλά κι
απαραίτητο για οποίον αιώνιο φοιτητή σέβεται τον εαυτό του,
χαρακτηριστικό να λέει τα ψέματα με την ίδια αναίδεια και ευκολία που
οι ερωτύλοι λένε το «σ’ αγαπώ».

Μετά το τηλεφώνημα και το άκουσμα αυτής της γνώριμης στοργικής
φωνής, ο Κ. εγκλωβίστηκε σε έναν ατέρμονα κύκλο αναμνήσεων,
σχετικά με τα παιδικά του χρόνια. Οι σκέψεις του περιστρέφονταν ως
συνήθως γύρω από εκείνον, το νεκρό του πατέρα: πως τους έδερνε μέχρι
λιποθυμιάς αυτόν και την ανήμπορη να αντιδράσει μάνα του , πως
εξαφανιζόταν για μέρες μεθυσμένος και τον μαζεύανε από τα
κρατητήρια, πως χάθηκε ένα πρωινό Κυριακής σε εκείνη την ανεξήγητη
φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι τους όταν ο 11χρονος τότε Κ. μαζί με τη
μάνα του έλειπαν στην εκκλησία.

Από όσο θυμόταν τον εαυτό του, ο Κ. ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη
προς τις φλόγες. Τις θεωρούσε κάτι το απίστευτα σαγηνευτικό και
συνήθιζε να περνάει ατέλειωτες ώρες γοητευμένος μπροστά στο τζάκι
λιώνοντας κάθε λογής αντικείμενο. Και πόσες φορές δεν είχε βυθιστεί
υπνωτισμένος σε όνειρα απόκοσμα για να ξυπνάει πάντα στο τέλος από
το θλιμμένο σφύριγμα που αφήνει το τελευταίο κάρβουνο όταν σβήνει.
Μάλιστα μετά το θάνατο του πατέρα του, οι φλόγες είχανε λάβει μια
σχεδόν ιερή θέση στην αντίληψη του, αφού ένιωθε πως οι προσευχές του
είχαν εισακουσθεί. Θέλοντας να τις ευχαριστεί για το μεγάλο καλό που
έκαναν στην οικογένεια του, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να καίει, κρυφά
από όλους, αδέσποτα γατάκια αναπαριστώντας έτσι τα λυτρωτικά
γεγονότα εκείνης της ευλογημένης Κυριακής. Μόνο όταν τον έπιασε η
μανά του της ορκίστηκε γονατιστός πως δε θα επαναλάμβανε ποτέ το
φρικτό του αυτό έγκλημα. Κάτι που κατάφερε να τηρήσει για αρκετά
χρόνια μέχρι που έφυγε από το χωριό και πέρασε στο πανεπιστήμιο.

Όντας ακίνητος ακόμη στο στρώμα του, η μνήμη ήταν αδύνατον να μην
τον ταξιδέψει έως την άλλη Μαρία του, που την είχε γνωρίσει την
προηγούμενη χρόνια. Την πρωτοαντίκρισε μια από εκείνες τις νύχτες που
περιπλανιόταν σα φάντασμα στους δρόμους της γερασμένης νύμφης του
Θερμαϊκού, σκεπτόμενος το παρελθόν και ψάχνοντας απεγνωσμένα, με
μια μολότοφ, να ζωντανέψει το μέλλον του πρώτου διαθέσιμου κάδου.
Έτσι παρατημένη, χυμένη και μισόγυμνη καθώς ήταν στο πεζοδρόμιο,
ικανή να ψελλίσει μόνο το όνομα της και κάποια ακατάληπτα παρακάλια,
του είχε θυμίσει μοιραία τη μάνα του. Δεν ήταν μόνο το όνομα που ήταν
το ίδιο αλλά και η όλη της κατάσταση. Με το που την είχε δει ήθελε να
την προστατεύσει, να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη διαβεβαιώσει κι
αυτήν πως τελικά όλα θα πάνε καλά. Προσφέροντάς της στέγη κι έναν
σιωπηρό ανόθευτο ερωτά, σε αντίθεση με τη δόση της, ο Κ. πέρασε τις
πιο τρυφερές στιγμές της ζωής του. Μόνο ύστερα από μερικές ώρες το
παγωμένο της σώμα του έδωσε να καταλάβει πως ήταν νεκρή, ίσως από
την αρχή ίσως και όχι.

«Θα εκδικηθούμε… και για τις δυο για ό,τι περάσανε…»
»ναι , όπως έγινε κάποτε με εκείνον, έτσι τώρα πρέπει να τιμωρηθούν
όλοι… Υπεύθυνοι είναι όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, που μου
στέρησαν αυτό το αγγελικό πλάσμα… κανείς τους δε νοιάστηκε ποτέ ,
κανείς από αυτούς τους υποκριτές που κάνουν πως νοιάζονται αλλά
εθελοτυφλούν… Δεν τους αξίζει τίποτα καλή μου, μαζί θα τους πάρουμε
ό,τι αγαπούν, μαζί θα τους εξαγνίσουμε…»
»Εγώ κι εσύ που είσαι ό,τι πιο αγνό υπάρχει σε αυτόν τον σάπιο κόσμο
θα τους απαλλάξουμε από τη μιζέρια τους… Κουράγιο…» , ήταν μερικά
από τα μπερδεμένα λόγια που επαναλάμβανε συνεχεία ο Κ.
απευθυνόμενος στο κερί του από τη μέρα του θανάτου της Μαρίας του
μέχρι και σήμερα.

13 Αυγούστου

«Τραγικός γράφτηκε ο επίλογος της πυρκαγιάς στη Θεσσαλονίκη καθώς
απανθρακωμένος βρέθηκε ένας ηλικιωμένος άντρας στα συντρίμμια του
σπιτιού του. Άκαρπες ωστόσο παραμένουν οι συντονισμένες έρευνες της
πυροσβεστικής και της αντιτρομοκρατικής πλέον καθώς ίχνη από
μηχανισμούς που πυροδοτήθηκαν ταυτόχρονα με κινητό…»

Στην οροφή του κλειστοφοβικού του υπογείου, όπου συνήθιζε να
προβάλει την οθόνη του μυαλού του, ο Κ. έβλεπε ξανά και ξανά τις
εικόνες από την πυρκαγιά που μόνος του είχε ξεκινήσει πριν από λίγες
μέρες. Η εξαιρετική θέα από την ταράτσα της πολυκατοικίας του, του
είχε επιτρέψει να θαυμάσει με κάθε λεπτομέρεια το χορό της φωτιάς.
Έκλεινε τα μάτια κι άκουγε το πένθιμο τραγούδι των πύρινων γλωσσών
για τη Μαρία του.. Με έναν θριαμβευτικό τόνο ξεκίνησε τον
αρρωστημένο του διάλογο με το κερί.

«Η επίδοσή σου στην Άνω Πόλη ήταν μονάχα το πρελούδιο της οργής
μας… Πώς?», σταμάτησε σαν να τον είχε διακόψει κάποιος.
« Όχι καλή μου, μην ανησυχείς τα ’χω οργανώσει όλα στην εντέλεια.
Εδώ και έναν χρόνο, δεν κάνω τίποτα άλλο…», απάντησε απολογητικά
επειδή δεν είχε γίνει αρκετά σαφής.
«Αποκλείεται να μας εντοπίσουν από τα κινητά. Τους αριθμούς τους
πήρα από διάφορους πλανόδιους και τους ενεργοποίησα μονάχα την
ημέρα της επίθεσής μας. Οι συσκευές ήταν όλες τους μεταχειρισμένες,
κάθε μια αγορασμένη ανώνυμα από ξεχωριστά μαγαζιά ενώ αυτή με την
οποία έστειλα ταυτόχρονα τα sms καταστράφηκε και… ναι γλυκιά μου,
όλα τα αλλά είναι παρασκευασμένα από απλά υλικά που μπορεί κανείς
να βρει στα super markets. Τι χημικός είμαι άλλωστε, χεχε.. Πρέπει να
φύγω όμως τώρα, να σου ετοιμάσω το έδαφος, κάνε λίγη υπομονή » είπε
στοργικά στο κερί προτού βγει έξω.

Το σχέδιο του Κ. ήταν απλό και δοκιμασμένο ήδη . Η εκρηκτική ύλη είχε
εξαιρετική απόδοση ενώ κι οι πυροκροτητές με τα κινητά-φαντάσματα
είχαν αποδεδειγμένα λειτουργήσει άψογα. Θα έκρυβε τις εκατό και
πλέον βόμβες τυχαία σε όσες πολυκατοικίες έβρισκε ξεκλείδωτες εκείνο
και το επόμενο βράδυ. Στο σημείο που είχε φτάσει, του ήταν παντελώς
αδιάφορο αν και πόσα θύματα θα υπήρχαν. Το δράμα του θα
ολοκληρωνόταν με την ενεργοποίηση των μηχανισμών κατά τη διάρκεια
της πιο άδειας νύχτας του χρόνου, τη στιγμή που θα έμπαινε ο
Δεκαπενταύγουστος. Έτσι σκόπευε να τιμήσει αυτές, τις αδικημένες
Μαρίες της ζωής του.

14 Αυγούστου ώρα 22:58

Όλα ήταν έτοιμα. Ο Κ. ανέβηκε στην ταράτσα κι έχοντας πιάτο όλη τη
Θεσσαλονίκη, περίμενε ακίνητος σαν άγαλμα. Στο, για πρώτη φορά,
γαλήνιο μυαλό του δεν κυριαρχούσε το μίζερο παρελθόν αλλά μόνο το
παρόν της γλυκιάς αναμονής. Ανυπομονώντας όμως να θαυμάσει τις
φλόγες που θα τύλιγαν τα πάντα, πυροδότησε την πιο κοντινή βόμβα,
προτού αλλάξει η μέρα.

Στη θέα της πύρινης γλώσσας που υψώθηκε προσπαθώντας να γλύψει τα
άστρα, ο Κ. ένιωσε για πρώτη φορά να κατακλύζεται από το φως της
επίγνωσης. Αιτία του πάθους του δεν ήταν ποτέ ούτε ο πατέρας , ούτε η
μανά αλλά ούτε καν κι αυτή η ίδια η Μαρία του. Όχι, η μόνη αιτία ήταν
πάντα και μόνο το δέος που του προξενούσε η ισχύς του πυρός. Είχε
καταφέρει να αναβιώσει ένα κομμάτι της αθωότητας του τότε που του
αρκούσε να κάθεται να χαζεύει αποσβολωμένος τις φλόγες να κατάκαινε
κούτσουρα και δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο. Είχε καταφέρει να γίνει
και πάλι για λίγο παιδί... Απαλλαγμένος πλέον από το βάρος της
ανούσιας εκδίκησης και με μάτια πλημμυρισμένα με δάκρυα άφατης
χαράς, άρχισε να αναφωνεί:

«Συγχώρεσε με που σε είχα ξεχάσει τόσα χρόνια… είσαι τόσο όμορφη..
Κινείσαι, αλλάζεις συνεχεία κι όμως παραμένεις η ίδια.. Τώρα
καταλαβαίνω γιατί ο Δίας δεν ήθελε να σε μοιραστεί μαζί με τους
ανθρώπους. Πως μπορείς να είσαι τόσο αθώα και δυνατή ταυτόχρονα.. Η
μορφή σου, αυτό το θεσπέσιο κουκούλι ενέργειας , αιχμαλωτίζει τα
πάντα.. Δε θα επιτρέψω να σβήσεις ποτέ εσύ σύμβολο και όργανο της
κάθαρσης, ιερό αείζωο πυρ, χάρισε μου την ευτυχία γλυκιά μου
μάγισσα… θα σε δυναμώνω από τώρα και για πάντα, αρκεί να μη
σταματήσεις ποτέ να παίρνεις αυτές τις μορφές, αρκεί να μη σταματήσεις
ποτέ να μου χορεύεις...»

Σαν μαέστρος που διεύθυνε μια εκρηκτική ορχήστρα, ο Κ. έδινε το
ρυθμό της αλλόκοτης μουσικής του μυαλού του. Όταν πλέον
ολοκλήρωσε το έργο του, κάθισε συγκινημένος να απολαύσει το
υπερθέαμα της μόνης, παντοτινής, αληθινής του αγαπημένης. Της
φωτιάς..

ΤΟ ΑΝΩΘΙ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2008 ΚΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΟΥ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (1ο βραβειο 1500 εβραίοι, 2ο 1000 εβραιοι, 3ο 500 εβραιοι, ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΕΣ ΘΑ ΕΚΔΟΘΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ). ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΑΝΕ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΩΣ ΠΗΡΑ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΤΕΡΟ, ΚΟΙΝΩΣ le boul. ΔΕΝ ΞΑΝΑΣΥΜΜΕΤΕΧΩ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ, ΟΧΙ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ- ΟΧΙ. ΟΥΤΕ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΧΑΜΕΡΠΟΥΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΜΟΥ ΣΕ ΜΙΑ «ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΟΦΩΝ», ΟΧΙ. ΔΕΝ ΞΑΝΑΣΥΜΜΕΤΕΧΩ ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ, ΣΧΕΔΟΝ 9 ΓΚΑΣΤΡΩΜΕΝΟΥΣ ΜΗΝΕΣ, ΝΙΩΘΩ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΑ ΚΑΘΟΛΟΥ «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ» ΕΝΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΠΟΡΙΣΜΑ. Η ΑΝΑΜΟΝΗ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ.

ΥΓ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΟΙ ΚΑΤΑΡΕΣ ΚΑΙ ΞΕΡΩ ΓΩ ΤΙ ΜΕ ΕΚΑΝΑΝ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΩ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟΣ.

2 comments:

Tree Surgeon said...

Get more expensive
and make a more complicated simplicity


...and avoid contests.

. said...

Τις ιατρικές συμβουλές τις λαμβάνω πάντοτε σοβαρά υπ'όψιν.